συμπλήρωση

συμπλήρωση
η / συμπλήρωσις, -ώσεως ΝΜΑ [συμπληρῶ, -ώνω]
η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση τού έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῡ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ.
δ. «τὴν ἔξωθεν ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «συμπλήρωση θέσεων» — τοποθέτηση αρμόδιων υπαλλήλων και στελεχών σε κενές θέσεις
μσν.-αρχ.
1. τελειοποίηση («πρὸς συμπλήρωσιν διαγωγῆς κρείττονος», Μεθόδ.)
2. εκπλήρωση («ἐκ μεταμελείας ἐλθοῡσα εἰς συμπλήρωσιν τελειότητος», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. πλήρωση, γέμισμα («φρέατα... νύκτωρ πληροῡσθαι... ἐπειδὴ δὲ συμπίπτει κατὰ τὸν τῆς συμπληρώσεως καιρὸν ἡ ἄμπωτις», Στραθ.)
2. πληρότητα στην έκφραση
3. ιατρ. έμφραξη τών αιμοφόρων αγγείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπλήρωση — η 1. γέμισμα των κενών: Του έδωσαν μια έντυπη αίτηση για συμπλήρωση. – Έγινε συμπλήρωση των κενών θέσεων που υπήρχαν στην εκπαίδευση με νέους διορισμούς. 2. αποπεράτωση: Η συμπλήρωση αυτού του έργου θα απαιτήσει πολύ χρόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπληρώσῃ — συμπληρώσηι , συμπλήρωσις completion fem dat sg (epic) συμπληρόω help to fill aor subj mid 2nd sg συμπληρόω help to fill aor subj act 3rd sg συμπληρόω help to fill fut ind mid 2nd sg συμπληρόω help to fill aor subj mid 2nd sg συμπληρόω help to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • επιστράτευση — Το στάδιο της μετάπτωσης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας από την ειρηνική κατάσταση στην πολεμική. Η ε. είναι το αποτέλεσμα ιδιαίτερων μελετών –σχέδια ε.– που συντάσσονται από πριν, με βάση τον πιθανό αντίπαλο και τις περιοχές στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωση — η / πλήρωσις, ώσεως και ιων. τ. ιος, ΝΑ [πληρώ] το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα νεοελλ. 1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων») 2. φρ. «γλωσσική πλήρωση» (γλωσα)… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • αναπλήρωση — η (Α ἀναπλήρωσις) πλήρωση αυτού που ελλείπει, συμπλήρωση νεοελλ. προσωρινή ή οριστική αντικατάσταση κάποιου με άλλον αρχ. 1. μέσον για συμπλήρωση 2. ικανοποίηση, εκπλήρωση επιθυμίας 3. ανάκτηση, αποκατάσταση 4. εκπλήρωση, πραγματοποίηση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”